H ομιλία στην ημέρα μνήμης γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (video)
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Kilkis Press
- Δημιουργηθηκε στις 23 Μαΐου 2013
- Επισκέψεις: 1352
Η Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιάτικο Πόντο
Μία από τις πλέον συγκλονιστικότερες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, είναι η γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή από τον τουρκικό εθνικισμό. Ο Πόντος, στο μικρασιατικό Βορρά, βίωσε κι αυτός τη βία των νεότουρκων που επιχείρησαν να μετασχηματίσουν την πολυεθνική ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία σε έθνος-κράτος των Τούρκων.
Την απόφαση για την εξόντωση των γηγενών πληθυσμών, οι νεότουρκοι εθνικιστές την έλαβαν σε συνέδριο τους το Νοέμβριο του 1911 και την υλοποίησαν στο περιβάλλον του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1914 ξεκίνησαν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Το 1915 έγινε η γενοκτονία των Αρμενίων με ενάμισι εκατομμύριο νεκρούς, ενώ το 1916 άρχισε η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς ως το 1923.
Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 και την αποστολή τους στα Τάγματα Εργασίας. Η πλειονότητά τους στάλθηκε στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματα τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις Αστυνομικές Αρχές. Κατ’ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας.
Οι διαπιστώσεις αυτές έγιναν στις 4 Σεπτεμβρίου 1917 από το 2ο Γραφείου του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού και δημοσιεύτηκαν από τον ερευνητή Χ. Τσιρκινίδη.
Εκτοπίσεις πληθυσμού
Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο αναφέρονται τα εξής για την πολιτική των συμμάχων τους: «Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ’ τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων.
Το σύνολο των διπλωματικών εγγράφων από τη Βιέννη και το Βερολίνο που αφορούν τη γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο μέχρι το 1918 δημοσιεύτηκαν από τον ιστορικό Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, με τίτλο «Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918)» και εκδόθηκαν από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης το 1995. Στα έγγραφα αυτά φαίνεται καθαρά ότι οι Αυστρογερμανοί διαπίστωσαν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από «…τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία».
Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν πρωτοφανείς μεθόδους για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως την εκτόπιση των πληθυσμών μέσα στο χειμώνα, χωρίς να επιτρέψουν τους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους ούτε τρόφιμα, ούτε στρώματα. Δεν επέτρεπαν τη στάθμευση των εκτοπιζόμενων σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες, με βασικό στόχο την εξόντωση τους, εφ’ όσον θα ήταν αναγκασμένοι να διαμένουν στην ύπαιθρο και επιπλέον δεν θα μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα. Απαγόρευαν στους εκτοπιζόμενους να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από τους στρατιώτες. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους σε ειδικούς λουτρώνες, οι ιδρύθηκαν δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Εκεί τους εξανάγκαζαν να λουσθούν με την επίκληση λόγων υγιεινής. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα τους εν τω μεταξύ λεηλατούνταν. Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν το γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο.
Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννουμένως πολιτικούς σκοπούς». Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχήπ πασάς, ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης. Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Kviatofski ανέφερε σε υπηρεσιακή του επιστολή ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στα πλαίσια του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επεδιώκετο η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων. Οι φόβοι του Kviatofski εδράζονταν στη διαπίστωση του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού. Εξ άλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τούρκους ότι: «Τελικά πρέπει να κάνουμε στους Έλληνες ότι κάναμε με τους Αρμένιους». Σύμφωνα με τις οθωμανικές εκτιμήσεις του 1919 οι Αρμένιοι που εξολοθρεύτηκαν ήταν 800.000. Η σφαγή των Αρμενίων τρομοκράτησε τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι κατάλαβαν ότι θα ήταν τα επόμενα θύματα. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Στάθη Χριστοφορίδη που υπήρξε, το 1915, ακούσιος μάρτυρας της σφαγής των Αρμενοπαίδων της Τραπεζούντας. Αναφέρει ότι ασφαγείς φώναζαν «Άμποτε και ση Ρωμανίαν. Ατονούς πα αέτς ον φτάμε». Και τελειώνει την αφήγηση του ο Χριστοφορίδης «υστερνά ασ’ έναν χρόνο, εμάς πα εκατάστρεψαν».
Στην πρώτη αυτή περίοδο της γενοκτονίας έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από διακόσιες χιλιάδες Έλληνες. Μέχρι το 1923, είχαν εξοντωθεί περισσότεροι από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες στο μικρασιατικό Πόντο.
Αν η πρώτη φάση της γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε από τους Νεότουρκους μέχρι την ήττα τους το Νοέμβριο του 1918, η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με τη συγκρότηση του κεμαλικού στρατού μετά την απόβαση του ιδίου του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919. Την περίοδο αυτή, οι καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι σοβιετικοί, οι οποίοι ενισχύουν με κάθε τρόπο το κεμαλικό κίνημα. Όπλα, χρυσάφι και επίλεκτοι άνδρες αποστέλλονται για να βοηθήσουν τους Τούρκους εθνικιστές να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στρατό στο μικρασιατικό μέτωπο και να καταστείλουν τα ένοπλα κινήματα των λαών της περιοχής, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Οι μαρτυρίες των σοβιετικών απεσταλμένων έχουν ιδιαίτερη σημασία. Καταρχάς, λόγω της συμμαχικής τους προς τους κεμαλικού ιδιότητας, έχουν πλήρη γνώση των ωμοτήτων κατά των Ελλήνων. Στις αναφορές τους δεν κρύβουν τον αποτροπιασμό τους για τα εγκλήματα των συμμάχων τους. Μεταξύ των άλλων, στοιχεία για τη γενοκτονία στον Πόντο υπάρχουν στο βιβλίο που εξέδωσε ο σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα Σ.Ι. Αράλοφ το 1960 στη Μόσχα. Ο Αράλοφ ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μ. Φρούνζε. Ο Φρούνζε είχε αποσταλεί από τον Λένιν, μαζί με γενναία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο σοβιετικός αρχιστράτηγος πληροφορεί τον Αράλοφ ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιασθεί «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες – γέρους, παιδιά, γυναίκες». Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοφ για το τι πρόκειται να συναντήσει: «…πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους».
Ο Φρούνζε δίνει μερικές συγκλονιστικές εικόνες από την ποντιακή τραγωδία:
«Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο… Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι’ αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμμαύχι του… Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρισαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου».
Ο Φρούνζε περιγράφει και άλλο ένα περιστατικό. Όταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμαλώτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από αυτούς φώναξε στην σοβιετική αντιπροσωπεία ότι είναι και αυτοί ένοχοι γιατί ενισχύουν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το θέμα της κακομεταχείρισης των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, ο Αράλοβ το έθεσε –ματαίως όπως μας πληροφορεί στη συνέχεια- στον ίδιο τον Κεμάλ. Όπως γράφει: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούνζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας υπ’ όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις…».
Οι ευθύνες του Κεμάλ
Τελικά η πολιτική αυτή του τουρκικού εθνικισμού θα στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Οι Έλληνες θα ηττηθούν στη Μικρά Ασία και ο ελληνισμός της Ανατολής που θα διασωθεί θα καταφύγει πρόσφυγας στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως, θα έπρεπε να περάσουν επτά δεκαετίες, ώστε τα ιστορικά αυτά γεγονότα να πάρουν τη θέση που τους αρμόζουν στην ιστορική μνήμη του νεότερου ελληνισμού.
Μόλις το 1994 η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε με ομόφωνη απόφασή της να θεσπίσει τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης για τη γενοκτονία στον Πόντο και η 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στη Μικρασιατική καταστροφή. Με τον τρόπο αυτό έκλεισαν οι πολιτικές εκκρεμότητες. Όμως παραμένει ως στόχος για όλους μας η ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στη συλλογική μνήμη του νεότερου ελληνισμού.
Το «να υπηρετείς την παράδοση» επισημαίνει ο Κύπριος ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης είναι μια σύνθετη σχέση με την ιστορία ως μνήμη, αλλά και ως συνέχεια.
Η υπηρεσία αυτής της παράδοσης ή αλλιώς της διακονίας της «ζώσας|, και όχι της επαγγελματικής, αλλά εκείνης που είναι κληροδότημα των παππούδων από μνήμες, σε εμάς τους νεώτερους διαδραματίζεται στις σελίδες των βιβλίων της ψυχής μας, ενός απερίσπαστου συγγραφέα χωρίς ιδιοτέλειες, χωρίς παραλήψεις, χωρίς τη λησμονιά με το πέρασμα του χρόνου.
Οι μνήμες αυτές – δίχως άλλο οδυνηρές – έχουν έναν απώτερο σκοπό, οι θυσίες ανεξίτηλες και ο στόχος τους να διδάξουν και να παραδώσουν την ιστορία ανέπαφη ως «ατόφιο ριζιμιό λιθάρι». Είναι απαραίτητο όμως να τονίσουμε, πως λέγοντας παράδοση δεν εννοούμε τον συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση. Όχι να προσκολληθούμε στο παρελθόν και να αρνηθούμε τη δημιουργία του παρόντος αλλά, και όποιος γοητεύεται από την τρέχουσα στιγμή δεν προχωρεί. Όποιος όμως αρνείται το παρελθόν και προσκολλάται στο παρόν, χάνει το μέλλον.
Οι πνευματικές παραδόσεις είναι οι μνήμες των λαών. «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σα να σβήνεις ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον», έλεγε ο Σεφέρης.
Η παράδοση για το νέο, αποδεικνύεται πραγματική καθαρή πηγή, καθώς δεν περνάει από ιδεολογικές πορείες, αλλά τον συνδέει με το παρελθόν του, κατευθύνει τα βήματα του πάνω σ’ ένα έδαφος σταθερό, δοκιμασμένο από πολλές γενιές πριν, για να αναπτύξει τις δραστηριότητες του με ασφάλεια και εμπιστοσύνη στις βασικές αρχές που διέπουν τη ζωή και όχι σε πρόσκαιρες ανεδαφικές θεωρίες που διαδέχονται εφήμερα η μία την άλλη.
Όσοι λοιπόν, στοχάζονται πάνω στα ανθρώπινα πράγματα, όσοι προβληματίζονται για τη μοίρα των ανθρώπων, έχουν καταλήξει, πως υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στην ανάμνηση του παρελθόντος και στην προκαταβολική σύλληψη του μέλλοντος.
Στην πνευματική μας παράδοση, δεν ανήκουν μόνον ο Όμηρος ή οι τρεις μεγάλοι «τραγικοί» της αρχαιότητας (Αισχύλος, Αριστοφάνης, Ευριπίδης), αλλά και οι τρεις Ιεράρχες, ο Μακρυγιάννης, ο Ρωμανός ο Μελωδός, το δημοτικό τραγούδι, το ποντιακό στοιχείο, οι θρακικοί αντίλαλοι.
Με άλλα λόγια, όταν οι άνθρωποι αγαπούν τον τόπο τους αγαπούν και τις παραδόσεις τους, αξιοποιούν τη δημιουργικότητα τους για να διασώσουν αυτές τις παραδόσεις, ώστε να τις κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές.
Πιστεύω λοιπόν πως τα πρόσωπα της σημερινής εκδήλωσης δεν διακονούν μόνον την παράδοση, αλλά φωταγωγούν τα πράγματα με εκείνο «το υπερούσιο φως» της πνευματικότητος, που έρχεται «ως βιωμένη εμπειρία χάριτος Θεού», τότε γίνονται σηματωροί και δρομοδείκτες μιας ιστορίας αντάξιας σε μια ωραία πατρίδα.
«Αιωνία η μνήμη αυτών».
π. Γεώργιος Παντελίδης, εφημέριος Αγίου Αθανασίου & Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταυροχωρίου