Η παρακράτηση του φόρου μισθωτής εργασίας σε εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Ένωση Φοροτεχνών Κιλκίς
- Δημιουργηθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2015
- Επισκέψεις: 2838
Κατά την γνώμη μου, το ζήτημα αυτό, έπρεπε να είχε προβλεφθεί και τακτοποιηθεί εξ αρχής. Ήταν λογικό: η παρακράτηση φόρου θα έπρεπε να διενεργείται κατ’ αναλογία με τον αριθμό των μηνών (ή της περιόδου) απασχόλησης του μισθωτού.
Αντί αυτού, η Πολ. 1072/31-3-2015 «Οδηγίες περί της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 60 του Ν 4172/2013 αναφορικά με την παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις», ήταν παραπάνω από σαφής:
«Οι εκκαθαριστές μισθοδοσίας κάθε μήνα διενεργούν αναγωγή του μηνιαίου φορολογητέου εισοδήματος, σε ετήσιο προκειμένου να προσδιορισθεί το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα κάθε δικαιούχου και να προβούν στη συνέχεια στην παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την κλίμακα της παρ.1 του άρθρου 15 και τις μειώσεις φόρου του άρθρου 16. Προκειμένου για νεοδιορισθέντες υπαλλήλους ή νέους συνταξιούχους, ο προσδιορισμός του ετήσιου καθαρού εισοδήματος θα γίνεται με βάση τα δεδομένα του μήνα έναρξης της εργασίας ή καταβολής της σύνταξης, όπως αναλύθηκε και στην Πολ. 1104/9.4.2014, επί 12 ή επί 14 όταν καταβάλλονται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, τα οποία αθροιστικά λαμβανόμενα ισοδυναμούν με δύο μισθούς,και όχι επί τον αριθμό των υπολειπόμενων μηνών μέχρι τη λήξη του έτους. Η ίδια αναγωγή (επί 12 ή επί 14) θα διενεργείται και στις περιπτώσεις προσωπικού που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου (π.χ. 6 μηνών)».
Για τους νεοδιορισθέντες μονίμους υπαλλήλους, ή για εκείνους που προσλαμβάνονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου (αν αναφερόμαστε σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου) ή ακόμη για τους νέους συνταξιούχους, ασφαλώς δικαιολογείται η παρακράτηση φόρου κατά το πρώτο έτος να διενεργείται σε ετήσια βάση (12 ή 14 μήνες), έστω και αν η πρόσληψη ή η έναρξη χορήγησης σύνταξης έγινε μέσα σε αυτό, εφόσον υπάρχει η προοπτική της συνέχειας. Αν όμως οι συμβάσεις συνομολογούνται για ορισμένο χρόνο, στην ουσία για κάποιους μήνες, είναι απολύτως λογικό η παρακράτηση φόρου, αν αυτή προκύπτει, να προσδιορίζεται αναλογικώς, σε σχέση με το χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης.
Η «διόρθωση» επομένως, που γίνεται τώρα, με την Πολ. 1179/13-8-2015 (εφαρμογή από 1/8/2015), αποκαθιστά την πραγματικότητα και «προστατεύει» την ρευστότητα του εργαζόμενου μισθωτού, ο οποίος προσλαμβάνεται με τέτοιου είδους συμβάσεις.
Συγκεκριμένα, η Διοίκηση «παραδέχεται» ότι ως προς την αναγωγή του μηνιαίου εισοδήματος σε ετήσιο, για τις περιπτώσεις που ο μισθωτός αποκτά εισόδημα από συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, σε κάποιες περιπτώσεις προκαλείται ένα είδος στρέβλωσης, δηλαδή το πραγματικό ετήσιο εισόδημα να υπολείπεται κατά ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματος που προκύπτει, κατόπιν της αναγωγής του σε ετήσιο, με αποτέλεσμα η παρακράτηση του φόρου μισθωτής εργασίας να υπολογίζεται σε λάθος βάση. Ιδιαιτέρως δε, όταν ο εργαζόμενος εντός του φορολογικού έτους, πέραν της σύμβασης αυτής, δεν αποκτά άλλο εισόδημα από μισθωτή εργασία. Σύνηθες φαινόμενο, δυστυχώς, στην εποχή μας η διάρκεια του οποίου δεν «λέει» να λήξει.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό, οι εκκαθαριστές μισθοδοσίας κατά την καταβολή αποδοχών από 1/8/2015 και μετά, για μισθωτούς με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προκειμένου να υπολογίσουν την μηνιαία παρακράτηση του φόρου μισθωτής εργασίας με βάση την κλίμακα του άρθρου 15 και τις μειώσεις φόρου του άρθρου 16 του ΚΦΕ (Ν 4172/2013), να περιορίζουν αναλογικώς τον μηνιαίο φόρο που προκύπτει σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες που διαρκεί η σύμβαση. Άρα, αν η σύμβαση είναι, π.χ. πεντάμηνη, η μηνιαία παρακράτηση, θα περιοριστεί σε 5/12 του προκύπτοντος μηνιαίου φόρου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω Πολυγραφημένη διαταγή.
Ωστόσο, κατά την άποψή μου, αν πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού τομέα, επειδή έχουν παραμείνει οι 14 μισθοί (12 + ΔΧ + ΔΠ + ΕΑ), θα πρέπει η παρακράτηση του φόρου να προσδιοριστεί βάσει «αναλογικού» δεκατετράμηνου. Ήτοι:
Οι 12 μήνες αντιστοιχούν σε 14 μισθούς
Οι 5 μήνες…………….......σε πόσους;
Είναι: 5 × 14 / 12 = 5,83 μήνες μισθοδοσίας, για τους οποίους θα πρέπει να υπολογιστεί παρακράτηση φόρου, κατ αναλογία. Αυτό σημαίνει ότι αν ο μισθωτός προσλήφθηκε μετά την 1η Μαΐου και η σύμβασή του λήγει εντός του έτους (άρα, δεν δικαιούται αποδοχές Δώρου Πάσχα), το 0,83 του μισθού αφορά μέρος του Δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος άδειας.
Αντιθέτως, αν η πρόσληψη συνέβαινε κατά το πρώτο τετράμηνο του έτους και η σύμβασή του έληγε μετά την 1η Μαΐου, το 0,83 του μισθού, αφορά τόσο το Δώρο Πάσχα, όσο και μέρος του Δώρου Χριστουγέννων, αλλά και του επιδόματος άδειας.
Παράδειγμα:
Ο Α προσλήφθηκε με σύμβαση ορισμένου χρόνου (από 1/2 μέχρι 30/11/2015) από επιχείρηση (ιδιωτικός τομέας), με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 900 ευρώ και πλήρη απασχόληση.
Η παρακράτηση του φόρου από μισθωτή εργασία, με την Πολ. 1072/2015, διενεργήθηκε ως εξής:
900,00 × 14 = 12.600,00× 22% = 2.772,00 – 2.100,00 = 672,00 × 1,5% = 10,08 και 661,92 / 14 = 47,28 ευρώ παρακράτηση ανά μισθοδοσία, λαμβανομένων υπόψη των αποδοχών επιδομάτων ΔΧ, ΔΠ και ΕΑ.