Η δαιμονοποίηση της Μ. Ρεπούση και η πολιτική δειλία της ΔΗΜ.ΑΡ.
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Gnomi Kilkis
- Δημιουργηθηκε στις 28 Μαΐου 2013
- Επισκέψεις: 653
Το ενδεχόμενο: Η κατάσταση εκτός από κωμικοτραγική είναι και επικίνδυνη. Αναφέρομαι στη δημόσια τοποθέτηση του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς αναφορικά με τις αιτιάσεις της βουλεύτριας του Μαρίας Ρεπούση σε σχέση με το νέο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο και την «υποτιθέμενη γενοκτονία» των ελληνικών πληθυσμών του Οθωμανικού Πόντου και της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Το ολίσθημα: Εάν οι φόβοι της βουλεύτριας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα θα προστεθεί –μέσα σε είκοσι χρόνια - στο πρώτο ολίσθημα της Βουλής και ένα δεύτερο: στην πρώτη περίπτωση η Βουλή αναγνώρισε την υποτιθέμενη γενοκτονία χωρίς να υπάρχει ούτε ένα επιστημονικό σύγγραμμα επί του θέματος, στη δεύτερη θα ποινικοποιήσει την άρνηση μιας υποτιθέμενης γενοκτονίας, που ακόμα δεν έχει αποδειχθεί. – είναι προφανές ότι εδώ ο βασικός κίνδυνος δεν είναι οι εθνικιστικές ανοησίες, αλλά ότι πρωτίστως διακυβεύεται η ίδια η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας.
(Παρεμπιπτόντως: το αίτημα της απαγόρευσης προβάλλεται συχνά από τους «νεοποντιστές» και το «θεσμικό παρακράτος» των λαογραφικών συλλόγων - με δεδομένο ότι οι «νεοποντιστικοί» κύκλοι ευρίσκονται πολύ κοντά στο περιβάλλον του πρωθυπουργού και στον ίδιο προσωπικώς, ήδη από την περίοδο της θητείας του στο υπουργείο Πολιτισμού, μπορούμε να υποθέσουμε την προέλευση της φαεινής ιδέας).
Υποβάθμιση: Υπό αυτό το πρίσμα του κινδύνου της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας θα πρέπει να κρίνει κανείς και τη δημόσια δήλωση του εκπροσώπου τύπου της Δημοκρατικής Αριστεράς Ανδρέα Παπαδόπουλου: «Η κ. Ρεπούση είναι ιστορικός. Είναι γνωστές οι απόψεις της και κρίνεται για αυτές». Και, φυσικά, ο εκπρόσωπος τύπου δε λησμόνησε να υπενθυμίσει ότι το κόμμα του αναγνωρίζει την «γενοκτονία των Ποντίων».
Η υποβάθμιση ενός τόσο σημαντικού ζητήματος που αφορά στην ελεύθερη και απρόσκοπτη επιστημονική έρευνα είναι ενδεικτικό για το επίπεδο των προβληματισμών και της πολιτικής ηθικής των στελεχών της Δημοκρατικής Αριστεράς: η αυτάρεσκη χρήση του όρου «ανανεωτικός/ή/ό» δεν πρέπει να μας παραπλανεί – εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό συντηρητικό πολιτικό μόρφωμα εγκλωβισμένο στις φοβίες του και στο σύνδρομο της πολιτικής απομόνωσης.
Η δημόσια τοποθέτηση του κόμματος, δια του εκπροσώπου του, εκτός από άστοχη και άκαιρη, είναι και μια ένδειξη του καιροσκοπισμού και της ανευθυνότητας με την οποία αντιμετωπίζουν απαρχαιωμένοι κομματικοί μηχανισμοί παρόμοια ζητήματα.
Ευθέως: Η χώρα χρειάζεται επειγόντως παραγωγικές συγκρούσεις σε όλα τα μέτωπα: όσοι αρνούνται να συγκρουστούν με το ακροεθνικιστικό κατεστημένο και τις ιδεολογικές του αγκυλώσεις, όπως αυτές εκφράζονται στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης και της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης, θα πρέπει να αναλογιστούν το μέγεθος της συμβολής τους στην καθημερινή καταστροφή της χώρας – εάν δεν αντιλαμβάνονται που τελικώς θα εκβάλλει η διαρκής «δαιμονοποίηση» του επιστημονικού λόγου και των φορέων του – η Μαρία Ρεπούση γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει «δαιμονοποίηση» του επιστημονικού λόγου, τώρα γνωρίζει τι θα πει και πολιτική δειλία-, καλά θα κάνουν να διαλύσουν το κόμμα τους και να αποσυρθούν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
(Απορία: από που πείσθηκαν οι φίλτατοι της Δημοκρατικής Αριστεράς ότι στον οθωμανικό Πόντο και στην οθωμανική Δυτική Μικρά Ασία συντελέστηκε το έγκλημα της γενοκτονίας; Εάν υπάρχει η σχετική βιβλιογραφία είμαι στη διάθεσή τους και αδημονώ να πληροφορηθώ τους τίτλους των βιβλίων επί του θέματος, αλλά πολύ φοβούμαι ότι απλώς κάτι «άκουσαν», κάτι «διάβασαν» σε εφημερίδες και στα εμπορικά ένθετά τους και ευθυγραμμίστηκαν με την «άποψη» περί γενοκτονίας. Βλ. στο Διαδίκτυο το άρθρο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Η ειλικρινής αντιμετώπιση του παρελθόντος δικαίωση για τους αδικοχαμένους).
Υπενθύμιση ΙΙ: Η συζήτηση στη Βουλή για την καθιέρωση μιας ημέρας μνήμης για την υποτιθέμενη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου το 1994 ανέδειξε μια σειρά από προβλήματα του πολιτικού μας πολιτισμού: την ακατάσχετη προχειρότητα, την απύθμενη ανευθυνότητα, τον εξοργιστικό καιροσκοπισμό και φυσικά την πολιτική ανηθικότητα – δε θα πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός ότι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές εκείνης της πρωτοβουλίας σήμερα ευρίσκονται στη φυλακή για οικονομικά σκάνδαλα, άλλοι πολιτεύθηκαν με ακροδεξιά κόμματα κ.ο.κ.
Η ευθύνη: Όσοι ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ως φαινόμενα άσχετα μεταξύ τους την οικονομική καταβαράθρωση της χώρας και την εκρηκτική άνοδο του ακραίου εθνικισμού και θεωρούν τη μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης, από το «κοινωνικό» στο «εθνικό», από το «πραγματικό» στο «ιδεολογικό», πρόσκαιρο φαινόμενο με ισχνή δυναμική αγνοούν σε ποια πραγματικότητα ζουν: όσοι αρνούνται να δουν κατάματα την ιδεολογική ισχύ που έχει αποκτήσει ο «νεοποντισμός» με τα διάφορα παρακλάδια του και το πολιτικό βάρος του «θεσμικού παρακράτους» των λαογραφικών συλλόγων, αυτού του κρατικοδίαιτου διεφθαρμένου μηχανισμού παραγωγής ιδεοληψιών και ανοησιών, θα απορούν μεν για τις εξελίξεις, αλλά θα αποδίδουν τα διάφορα φαινόμενα ακροεθνικιστικής έξαρσης στην οικονομική κρίση – είναι και αυτός ένας τρόπος να αποφεύγει κανείς τις πολιτικές του ευθύνες και την ανέξοδη αμεριμνησία του απέναντι σε παρόμοια φαινόμενα. Πάντοτε νομίζουν ότι αρκεί η διατύπωση, «είναι γνωστές οι απόψεις…» για να αποφύγουν τις δικές τους ευθύνες.
Προσανατολισμός: Και από αυτό το «ασήμαντο» συμβάν μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η Δημοκρατική Αριστερά είναι ένα πολιτικό μόρφωμα χωρίς προσανατολισμό: φυσικά η ίδια έλλειψη προσανατολισμού επικρατεί σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, από αναρχικές και κομμουνιστικές μικροομάδες, το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και τις πολυθρύλητες συνιστώσες του, έως φυσικά το υπόλειμμα ΠΑΣΟΚ (σημειωτέον ότι από το όλον ΠΑΣΟΚ εκπορεύτηκε το φαινόμενο του νεοποντισμού) – δε θα επαναλάβω τη θέση μου για την αναγκαιότητα δημιουργίας νέου πολιτικού φορέα σοσιαλιστικού εργατικού προσανατολισμού, απλώς θέλω να υπογραμμίσω ότι μόνο ένας φορέας με ανοιχτό προσανατολισμό θα μπορέσει να απαγκιστρώσει τη χώρα από το τέλμα.
Και δυστυχώς αυτό δεν ευρίσκεται μόνο στους οικονομικούς δείκτες, αλλά και στα κεφάλια των πολιτών της. Όποιος, λοιπόν, με τα λόγια, τις πράξεις και τις παραλείψεις του συμβάλλει στη διαρκή αποτελμάτωση της πολιτικής ζωής είναι συντηρητικός, όποιος προσπαθεί να ανοίξει περάσματα και να δημιουργήσει προοπτικές είναι προοδευτικός: έτσι για να αποκαταστήσουμε κάπως τις λέξεις και τα πράγματα.